μεταδοτικῶν

μεταδοτικῶν
μεταδοτικός
disposed to impart
fem gen pl
μεταδοτικός
disposed to impart
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραντίνα — η 1. υγειονομική κάθαρση, διάρκειας συν. 40 ημερών, δηλ. αστυνομικό μέτρο που συνίσταται στην προληπτική απομόνωση ατόμων, ζώων, εμπορευμάτων, πλοίων ή διαφόρων χώρων 2. ναυτ. σήμα σε πλοίο που βρίσκεται σε υγειονομική κάθαρση 3. μτφ. αποκλεισμός …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • οροθεραπεία — οροθεραπεία, η και οροθεραπευτική, η (ιατρ.), μέθοδος θεραπείας μεταδοτικών ασθενειών ή προφύλαξης απ αυτές με εμβόλια ειδικού ορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”